Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η μαριονέτα

См. также в других словарях:

  • μαριονέτα — Είδος κούκλας, η οποία προορίζεται για θεατρικές παραστάσεις. Η ιδιομορφία της συνίσταται στο γεγονός ότι αντιγράφει στην ανατομία του ανθρώπου και κινείται με νήματα δεμένα στο κεφάλι και στις αρθρώσεις της. Κατασκευάζεται κυρίως από ξύλο. Οι μ …   Dictionary of Greek

  • μαριονέτα — η (λ. γαλλ.) 1. μικρό ομοίωμα ανθρώπου, ανδρείκελο, που κινείται με νήματα δεμένα σε σημεία του σώματός του. 2. μτφ., άνθρωπος άβουλος και αναποφάσιστος που άγεται και φέρεται από τους άλλους: Αυτός ο υπουργός είναι μαριονέτα των συμβούλων του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πινόκιο — ο, Ν ήρωας παιδικού μυθιστορήματος τού Ιταλού συγγραφέα Κολόντι, μαριονέτα που μεταμορφώνεται σε ζωηρό και πονηρό αγόρι …   Dictionary of Greek

  • ανδρείκελος — (Α ἀνδρείκελος), ον) 1. αυτός που έχει όψη ανθρώπου, ανθρωπόμορφος 2. το ουδ. ως ουσ. ομοίωμα του άνδρα, του ανθρώπου νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) νευρόσπαστο, μαριονέτα, κούκλα β) μτφ. άνθρωπος που δεν ενεργεί με δική του βούληση αλλά κατά επιταγή …   Dictionary of Greek

  • κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… …   Dictionary of Greek

  • κούκλα — Το αρχαιότερο, ίσως, παιχνίδι του κόσμου. Όπως μαρτυρούν οι κ. που βρέθηκαν σε μερικούς περουβιανούς τάφους, η καταγωγή τους ανάγεται στην προϊστορία. Στην αρχαία Αίγυπτο οι κ. είχαν κινητά χέρια, περούκες από αληθινά μαλλιά, ενώ υπήρχαν και… …   Dictionary of Greek

  • νευρόσπαστος — η, ο (Α νευρόσπαστος, ον) το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν) ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. (μτφ). άνθρωπος που δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κολόντι, Κάρλο — (Carlo Collodi, Φλωρεντία 1826 – 1890). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιταλού συγγραφέα Κάρλο Λορενζίνι(Carlo Lorenzini). Έγινε γνωστός ως ο πνευματικός πατέρας του ήρωα της παιδικής λογοτεχνίας Πινόκιο. Αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και… …   Dictionary of Greek

  • νευρόσπαστο — Είδος ολόσωμης θεατρικής κούκλας που κινείται από ψηλά με νήματα. Βλ. λ. μαριονέτα· κουκλοθέατρο …   Dictionary of Greek

  • νευρόσπαστο — το 1. ομοίωμα ανθρώπου, κούκλα που κινείται με νήματα, αλλ. μαριονέτα. 2. μτφ., άνθρωπος χωρίς βούληση, που ενεργεί με την επιβολή των άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»